- ἀδμαίνειν
- ἀδμαίνειν· ὑγιαίνειν, ζῆν, Hsch. [full] ἀδμενίδες, αἱ,A = δοῦλαι, EM 18.32. [full] ἀδμεύειν, = ἀδμαίνειν, EM18.31, Suid. [full] ἀδμηλοῖ· ἀφανίζει, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.